ᾠοσκοπία — ᾠοσκοπίᾱ , ᾠοσκοπία inspection of eggs fem nom/voc/acc dual ᾠοσκοπίᾱ , ᾠοσκοπία inspection of eggs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωοσκοπία — η εξέταση με κατάλληλο όργανο του κατά πόσο τα αβγά είναι φρέσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωοσκοπικός — ή, ό / ᾠοσκοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠοσκοπία] 1. το θηλ. ως ουσ. η ωοσκοπική ωομαντεία, ωοσκοπία 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ωοσκοπικά τίτλος συγγράμματος που αποδιδόταν στον Ορφέα και το οποίο αναφερόταν στην ωοσκοπία, αλλ. Ὠοθυτικά* νεοελλ. ο… … Dictionary of Greek
ωοθυτική — η, Ν η ωοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυτική (ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. θυτικός < θύω «θυσιάζω»)] … Dictionary of Greek
ωοθύτιον — τὸ, Α τόπος όπου γινόταν ωοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν + θύτης + επίθημα ιον*] … Dictionary of Greek
ωομαντεία — Είδος μαντικής στην αρχαιότητα, που γινόταν με τη βοήθεια των αβγών. Τοποθετούσαν το αβγό επάνω στη φωτιά και ανάλογα από το μέρος όπου σημειωνόταν εφίδρωση έβγαζαν συμπεράσματα. Αν το αβγό έσπαζε, ο οιωνός ήταν κακός. Την ω. χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
ωοσκόπηση — η, Ν βλ. ωοσκοπία … Dictionary of Greek